- θηλυκός
- -ή, -ό και -ός, -ιά, -ό (ΑΜ θηλυκός, -ή, -όν) [θήλυς]1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» — ουσιαστικό ή επίθετο που έχει κατάληξη θηλυκού γένους και προσδιορίζεται από το θηλυκό άρθροβ. «θηλυκὸν μόριον», Δίον. Αλ.)νεοελλ.1. επινοητικός, γόνιμος, παραγωγικός («θηλυκό μυαλό»)2. (για όργανα και εργαλεία) αυτός που έχει κοιλότητα μέσα στην οποία μπαίνει αντίστοιχη προεξοχή άλλου οργάνου («θηλυκή κόπιτσα»)3. φρ. «το θηλυκό παιδί είναι ξένο» — το κορίτσι όταν παντρευτεί ανήκει σε άλλη οικογένεια, τής οποίας παίρνει και το όνομα(νεοελλ.-μσν.) το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλυκόγυναίκα, κορίτσιαρχ.1. αυτός που μοιάζει με γυναίκα («θηλυκοὶ ἄνδρες», Αριστοτ.)2. (για αρσ. ζώα) αυτός που μοιάζει με το θήλυ3. (για γυναίκες) αυτή που έχει έντονη θηλυκότητα4. φρ. «θηλυκά κεντήματα» — τσιμπήματα θηλυκών εχιδνών.επίρρ...θηλυκώς και -ά (Α θηλυκῶς)κατά το θηλυκό γένος.
Dictionary of Greek. 2013.